ΤΑ
ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ ΚΡΑΤΑΝΕ ΞΥΠΝΙΟΥΣ

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Καϊάφας


Τα κρινάκια δε φωνάζουν πια
οι πεταλούδες δεν οργώνουν τον αέρα
δε σπέρνουν μουσικές τα αγριοπούλια.
Όλα θερίστηκαν, κλαδιά, κισσοί, αύρες κορμιών
που αλώνιζαν με κυνηγητά και γέλια
γύρω από δέντρα χορευτές
στο ρυθμό του κύματος που γινόταν
αφρός, αμμουδιά, θυμάρι, πεύκα, χάδι.
Όχι, άλλα κορμιά δε θα ξαναξαπλώσουν
στις πευκοβελόνες
άλλα κορμιά δε θα ξανανεβούν στα δέντρα
να προσευχηθούν με χέρια ανοιχτά, έτοιμα να πετάξουν.
Δε θα ξαναγκαλιάσουμε αυτά τα δέντρα
να πούμε το παράπονό μας
και να γλείψουμε το ρετσίνι τους.
Τσουρουφλισμένα κελαηδήματα
όνειρα πυρπολημένα
τα μονοπάτια μαύρα
η θάλασσα απανθρακωμένη
καπνός θανάτου
σε μυαλά καμένα
η μέρα τέφρα
και το φως στάχτη κι αυτό.
Μας πήραν τη φωτιά.
Τη φωτιά που ανάβαμε
όταν όλα γύρω ξεραίνονταν
και πάγωναν.
Τη γράφαμε
σε τοίχους και λεωφορεία
μια λέξη μόνο το σύνθημά μας
δε χρειαζόταν υπογραφή.
Η φωτιά φούντωνε στην καρδιά μας
και φλόγιζε από μέσα το κρανίο μας
ανεβάζοντάς το σαν αερόστατο πολύχρωμο
προς τον ήλιο.
Χορεύαμε γύρω της
στην ακτή του φεγγαριού
ουρλιάζοντας από έκσταση.
Η φωτιά τώρα μας καίει.
Μας καίνε.
Εμάς που τίποτα δεν ονειρευτήκαμε τόσο πολύ
όσο την άψη από μια θέρμη φωτεινή.
Κι όμως δε μας ανήκει πια.
Τρέξτε μακριά της να σωθούμε...
Πώς θα σωθούμε χωρίς αυτήν
σ’ ένα κόσμο φτιαγμένο από φωτιά;
στον κόσμο αυτό που τίποτα άλλο
δεν τον ορίζει παρά φωτιά, ….., φωτιά.
Όχι, δε θα την πάρουμε πίσω,
Πάει πέρασε για μας.
Κλεμμένη την είχαμε από θεούς
και μας την παίρνανε διαβόλοι
για ν’ ανάβουν τα καζάνια τους.
Στη μισή ζωή μας την πουλάγαμε
για να 'χουμε να την αγοράζουμε
στην υπόλοιπη μισή.
Άλλο είναι δυο μισές ζωές
κι άλλο μια ολόκληρη
που μέσα της καίει η δικιά μας φλόγα.
Όσο και να τη σβήναμε
όσο και να το καίγαμε,
ένα κομμάτι ήλιος κυλάει στο στέρνο μας
το υγρό μας πυρ,
κουκούτσι του φρούτου
που πάνω του ζούμε
ο ήλιος μας
ίσως κι αυτός να μη γνωρίζει
το πώς και το γιατί
του διαφεύγουν έφιππες ταξιανθίες
στροβιλιζόμενες από μάτια σε μάτια
σε ρώγες γλυκές, στάλες
γεμάτες ουράνια βέλη
και τόξα τεντωμένα.
Ο ήλιος αντάρτης, ο αλήτης ήλιος
σπέρνει το είναι του όπου περνά
και χώνεται, τρυπώνει να μας βρει
να μας γλυτώσει από τη λήθη.
Αυτή τη φορά δε θα ξεχάσουμε.
Ο ήλιος τρέφεται από μας,
απ’ την αλήθεια μας.
Ο ήλιος τρέφεται απ’ την αλητεία μας.
Κι αν οι πυρές πυκνώσουν
κι αν μας απαγορεύσουν
να μιλάμε πια γι’ αυτόν,
θα είναι εδώ μαζί μας.
Θα περιμένει τη στιγμή
να μας ξυπνήσει πάλι,
όπως περιμένει ο σπόρος
κάτω από τις βρεγμένες στάχτες
τη στιγμή που θα χυμήξει
να βγάλει γλώσσα στην πραγματικότητα.
Ο σπόρος, εικόνα και ομοίωση
Το τραγούδι του ξεσηκώνει τις οντότητες
που κοιμούνται γύρω του
και η μια πάνω στην άλλη
σκαρφαλώνουν προς τον ουρανό.
Ο σπόρος αυτός φτερούγησε
μες απ’ το όνειρο της πεταλούδας
στο ξέφωτο που χόρευαν γυμνές οι νύμφες
όταν κυκλώθηκαν από τις φλόγες,
έτσι ώστε να μην απορεί κανείς
πώς γίνεται να νιώθει μαζί
ένα τόσο αιμοβόρο
απέραντο μίσος,
μια τόσο παράφορη
απύθμενη αγάπη…
Μέσα από τον υπόγειο παφλασμό τους
σκάει ένα βλασταράκι
θέληση.
Ας κολυμπήσουμε στο ποτάμι
που το ποτίζει.
Ας κολυμπήσουμε στο ποτάμι
που μας διασχίζει.
Το δάκρυ μας ας πέσει στο χώμα.