ΤΑ
ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ ΚΡΑΤΑΝΕ ΞΥΠΝΙΟΥΣ

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Αναγκαστικός εμβολιασμός

Το ανατρίχιασμα των βλεφάρων μου
τα ασύμπτωτα σχήματα
σπονδή στον άνεμο των αλλαγών
ήρωες ισορροπιστές στο χάος
χωρίς σχοινί, ακτήμονες, τιποτένιοι.
Ο κόσμος προχωρά, δε σας χρειάζεται.
Ο κόσμος βουλιάζει στην ανυπαρξία
δε χρειάζεται τους επικήδειούς σας
μπορεί να πεθάνει μόνος
έτσι κι αλλιώς από μοναξιά πεθαίνει,
δεν υπάρχει πια κάτι να προβλέψετε.
Οι προφητείες αυτοεκπληρώθηκαν
σε έναν αυτοόμοιο κόσμο
ανυποψίαστο για το ότι
δεν γνωρίζει τίποτα άλλο
απ’ τον εαυτό του.
Του έπεσε βαριά η ύπαρξη
βαρύτατη η ζωή του
η ηδονή αποτρόπαιη
και η χαρά μόλυνση φρικτή,
αβάσταχτος ο πόνος να πετσοκοπείς
για να μπορείς να είσαι κι εσύ
άνθρωπος-ψέμα
και το ξεχνάς,
ξεχνάς τα πάντα
γιατί δεν υπάρχει χώρος αρκετός
για συσκευές, οδηγίες, υστερίες,
καλωδιώσεις, χάπια, μόδες,
απαγορεύσεις, εμφυτεύσεις, οθόνες,
ξαναμωραίνεσαι,
ξύπνα, το χιόνι σ’ έχει καλύψει
το χιόνι δε σταματά, ξύπνα
αν ένιωθες τι σου συμβαίνει
τα δάκρυά σου και μόνο θα σ’ έσωζαν,
μοναδικέ μου εαυτέ
το δέρμα σου έσχατο οχυρό μου.
Ζώσου με εκρηκτικά σ’ όλο το σώμα
και βγες έξω στον κόσμο που πέφτει
και σε τραβάει να πέσω μαζί τους.
Μη μ’ αγγίζετε. Αρκετά.
Είμαι μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί
στο παραμικρό άγγιγμα της βελόνας σας.
Δε μου αφήσατε τίποτα που ν’ αξίζει
δε μπορώ πια να συνεχίσω
να κάνω το σαλίγκαρο.
Δε λείπει ο λόγος, η φωνή λείπει.
Θεέ μου μ’ ακούς; Θεέ μου κοιμήθηκες;
Ίσως αν κάνω κρότο δυνατό μ’ ακούσεις.
Αν νέοι κόσμοι εξαίσιοι καταφθάνουν
δε θα τους υποδεχθώ χωρίς τον εαυτό μου.
Κάποτε δεν έχει πιο πέρα,
ο καιρός των επιχειρημάτων περνάει
ο καιρός των ελπίδων και των συμμαχιών,
ξεγυμνώνονται όλα ως το κόκαλο
και ξεπηδάει η κυτταρική σου νοημοσύνη.
Γνωρίζεις πια, βλέπεις καθαρά ότι
αυτό που σε αποτελεί είναι
η απόφασή σου.