ΤΑ
ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ ΚΡΑΤΑΝΕ ΞΥΠΝΙΟΥΣ

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Το πλήρες κείμενο της παράστασης "Αστάθμητος παράγοντας" (11 ποιήματα και αφήγηση)

ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ

Είναι ώρα
Η αλήθεια έχει πια πεθάνει;
Η λογική έξω από τα κλουβιά  μας;
Δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι;
Δεν θα ξανανοίξει ποτέ η καρδιά μας;

Τόσα μαρτύρια, και  πειστήρια
κι ελιξίρια                                
ν’ απαλλαγούν απ’ την ψυχή τους; 
Τι κάνουν τόσα εκατομμύρια
άνθρωποι μοναχοί τους;

Μια φορτική ζωή, μια ξένη
δε μου αξίζει ούτε μου πρέπει
ο κόμπος έσπασε το χτένι
όποιος θέλει να δει βλέπει. 

Τα μάγια η νύχτα τά ‘ριξε
και τους ζυγούς θα λύσω
το αστείο παρατράβηξε
και είναι ώρα να ζήσω.

Μόνοι στη λήθη μας θα σβήσουμε;
στην έρημο θα χαθούμε;
Δε θα μας ξανασυναντήσουμε;
Δε θα ξαναντικρυστούμε;

Βουβά ακροατήρια, χωρίς μυστήρια
δίχως αισθητήρια
μες στην κοιλιά του κήτους.
Τι κάνουν τόσα εκατομμύρια
άνθρωποι μοναχοί τους;

Μια φορτική ζωή, μια ξένη
ούτε μου πρέπει ούτε μ’ αξίζει
ο κόμπος έσπασε το χτένι
η ιστορία τώρα αρχίζει.


Το ταξίδι μας ξεκινάει από μια πολιτεία, κάποια εποχή. Μια εποχή πιθανόν πολύ μακρινή. Μία εποχή στην οποία επικρατούσε μεγάλη διχογνωμία.

Διχογνωμία
Κάποιοι έλεγαν ότι το παιχνίδι έχει πια τελειώσει
άλλοι φώναζαν ότι είναι στημένο
και μερικοί ότι παιχνίδι δεν υπάρχει.
Άκουγες να λέγεται ότι φταίμε όλοι μας,
πως μας αξίζουν όσα και να πάθουμε,
όμως υπήρχε και η άποψη πως οι εχθροί μας
είναι παντοδύναμοι ραδιούργοι.
Πολλοί πίστευαν ότι η κατάσταση είναι
πέρα από κάθε φαντασία εξωφρενική
μα και αρκετοί πως δε συμβαίνει τίποτα σοβαρό,
τα ίδια αυτά γίνονταν πάντα.
Κάποιοι θεωρούσαν την καταστροφή βέβαιη,
ενώ άλλοι ήταν σίγουροι ότι το καλό θα νικήσει.
Υπήρχε μεγάλη διχογνωμία.
Σε ένα μόνο συμφωνούσαν όλοι.
Να μην κάνουμε τίποτα.


Σ’ αυτό το περιβάλλον γεννήθηκε το παιδί της ιστορίας μας. Και έμαθε, όπως μάθαιναν όλα τα παιδιά όταν γεννιούνταν ότι πάνω τους βαραίνει το προπατορικό χρέος

Το προπατορικό χρέος
Το μέλλον μου πουλήσατε,
το δανείσατε,
το παίξατε στο τζόγο.
Μόλις γεννιέμαι σας χρωστώ,
φύτρα καταδικασμένη
προπατορική ποινή.
Την ώρα της γέννας μου
είμαι ένοχος και πρέπει να πληρώσω.
Ο χώρος του κορμιού μου εκποιημένος
οι προθεσμίες πιέζουν,
ο χρόνος μου ανώνυμος
οι μέτοχοι ωρύονται για αποδόσεις.
Παλιά φορτώναν αμαρτίες
σήμερα χρέη.
Ό,τι τότε δεν επιτρεπόταν
τώρα είναι αδύνατο.
Μπήκα στο νόημα…
θα περάσουν γρήγορα
τα άχαρα τούτα χρόνια
και θα μπορώ πολίτης ευυπόληπτος
να γίνω πωλητής κι εγώ
της επόμενης γενιάς.
Με χρέη ήρθα, όσο τα αυξάνω
τόσο πιο πολλά κερδίζω.
Θέλω καταθέσεις, ομολογίες
πιστώσεις, άυλες αξίες
χρήμα, μέτρο όλων των ανθρώπων,
χωρίς αυτό
πώς θα τους αντιμετωπίσω;
Ήδη έχω εξασφαλίσει
κεντρικό αυτοματισμό λειτουργιών
συνεχή ενημέρωση για νέα προϊόντα
χημική ρύθμιση ισορροπιών
και βρίσκομαι πάντα σε σύνδεση
προσωπική
με τον αόρατο δανειστή της ζωής.
Σ’ ευγνωμονώ, τα πάντα σου χρωστώ
εσένα που αποφασίζεις
τι θα υπάρξει, εσένα
που μαθαίνεις στους ανθρώπους
πάντα να ποντάρουν
στην καταστροφή.
Ποτέ δεν κέρδισαν ολοκληρωτικά.
Μα πάντα καταφέρνουν
να καταστρέψουν τους επόμενους.
Καθένας χαλασμένος
κι ο κόσμος πιο πολύ.
Γιατί ν’ αλλάξω εγώ ποντάρισμα;
Κι αν κάποια γενιά αρνηθεί να γεννηθεί,
δεν έρθει εδώ τα χρέη της να πληρώσει,
τίποτα δεν τελειώνει.
Ο οριστικός θάνατος καταργήθηκε.
Θα ξαναζεί ο καθένας πάλι,
βελτιωμένος κλώνος
και κληρονόμος
του εαυτού του
πάλι και πάλι θα έρχεται να πληρώνει
των προηγούμενων ζωών
και των επόμενων
το προπατορικό χρέος.


Στην πόλη αυτή, εδώ και λίγα χρόνια άλλαξαν όλα. Άλλαξαν ακόμα και τα σήματα στους δρόμους και οι ταμπέλες. Παντού πια έγραφε "Περίμενε".

Περίμενε
Περίμενε, δεν ήρθε ακόμα η ώρα
θ’ αντέξεις όπως άντεξες θαυμάσια ως τώρα.
Περίμενε, δεν είναι ακόμα η σειρά σου
είναι μεγάλη η ουρά κι είναι πολλοί μπροστά σου.

Περίμενε τις αποφάσεις της επιτροπής
τη μετά θάνατον ζωή,
τη λαϊκή ετυμηγορία
να πάρουμε την εξουσία
να σταματήσει η νάρκωση
μία επόμενη ενσάρκωση…

Περίμενε κι ασχήμαινε
ξεμάκραινε και φύραινε
στις χίμαιρες επίμενε
και μέσα σου ξεθύμαινε.

Κι αν κλαις και βασανίζεσαι
ν’ ακολουθείς την τάση.
Μην προβληματίζεσαι,
μία ζωή ‘ναι, θα περάσει.

Περίμενε
το Σάββατο, τις διακοπές
τη σύνταξη, τις δόσεις
άλλες κοινωνίες, άλλες εποχές,
περίμενε να μεγαλώσεις.

Περίμενε να δούμε πού το πάνε
συμφέροντα τεράστια παίζονται
σεμνά και ταπεινά κάτσε να σε γαμάνε
στο τέλος οι θυσίες επιβραβεύονται.

Θα υπάρχει κάποιο τέρμα, δε μπορεί
άλλη μια μέρα ας δείξουμε ανοχή
δώσε τόπο στην οργή
κάνε υπομονή
κι ίσως μια μέρα αρπάξεις την καλή
μες στην αναμπουμπούλα.

Περίμενε, ποιος ξέρει τι; δεν έχει σημασία
συνήθεια και προσαρμογή φέρνουν επιτυχία,
έτσι δε θα ‘σαι από τους πρώτους που θα φαγωθούν
δεν ξέρεις από αυτά, άσε τους γνώστες να μιλούν.

Περίμενε, δεν τελειώσαμε, πού πας;
οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει
δεν ήρθε ακόμα σήμα από ψηλά.
Μη βιάζεσαι, είναι κρίσιμη η φάση.

Περίμενε μ’ ελπίδα, με φόβο, με συντριβή
όλα είναι μάταια, όλα εκτός από ένα: την αναμονή.


Όσο όμως και αν περίμενε, η ζωή έτρεχε χωρίς να περιμένει. Κι έτσι δεν μπόρεσε να αποφύγει να εισβάλλουν στη ζωή του τα γεγονότα.

Τα γεγονότα
Τα γεγονότα κατέρχονται ραγδαία εκ του λόφου
που απειλεί συστηματικά και αδιαλείπτως το οπτικό μας πεδίο
φορτωμένα στην ερπυστριοφόρο βαρύτητα.
Κάθοδος ιδιαιτέρως επείγουσα
γιατί μαζί τους κατεβαίνουν μπουλούκια ολόκληρα
άλλοι κρατώντας κάμερες, μικροτσίπ, σφραγίδες
άλλοι με πριόνια, μετρητές, τηλεαναφλέξεις
άλλες με χάπια, σύριγγες, κατοικίδια αισθήματα
άλλες με γνήσιες απομιμήσεις αντιγράφων,
ανάμεσά τους κυκλοφορούν τα γεγονότα
έρχονται αλλά ποτέ
δε φεύγουν τελείως.
Δύσκολο ν’ ανεβείς το λόφο.
Ή και ωραίο παιχνίδι.
Άσκηση της επιμονής.
Πείραμα μέσα στο πείραμα.


Τα γεγονότα τον παράσερναν και τον ρούφαγαν, όμως αυτός δεν συμμετείχε σε αυτά. Όσο περισσότερο βυθιζόταν μέσα τους, τόσο πιο έντονη γινόταν η αίσθηση μιας αδιόρατης απουσίας.

Απουσία
Η προετοιμασία κράτησε μέχρι την αρχή
της επόμενης προετοιμασίας,
ο ειρμός είχε προ πολλού τεμαχιστεί,
μια άδεια πλατεία γεμάτη κόσμο
απ’ τη μια το φως αυτών που έφυγαν
απ’ την άλλη το φως αυτών που έρχονται
κλεισμένος ο ήχος
το κοινό δεν θεαματίζεται,
κανένας δεν δίνει την προσοχή του
όχι γιατί την φυλάει ως πολύτιμη
αλλά γιατί δεν έχει.
Απ’ όταν άρχισαν οι νευρικές κινήσεις
οι κρούσεις πολλαπλασιάστηκαν
και οι υπήκοοι της εταιρίας
απέμειναν άοσμοι
χωρίς συμπτώματα, πλην πτώματα
εισπνέουν ζιζανιογόνα που επικάθονται
στη φυσαλίδα της ψυχής
μέσα σε αφρούς λήθης
που σαν σύννεφο γεμίζει το στάδιο
εξελικτικής απομάκρυνσης
από τον εαυτό κι από αυτό
που χύνεται καυτό
στην παγωμένη ερημιά της απουσίας,
η εξουσία αποτελείται από την απουσία μας
κι εμείς από τη συνουσία μας
απρόσκλητοι κι ανήκουστοι
όσο πιο ανυποψίαστοι για τη μεγαλοσύνη μας
τόσο πιο σταθερά συγκεντρωμένοι
σ’ ό,τι φέρει η στιγμή
που ο χρόνος αδυνατεί να μεταφέρει
σ’ ένα ταξίδι έξω από το κενό μας.


Η απουσία γινόταν όλο και πιο έντονη και τα πράγματα συνέχιζαν την πορεία τους λόγω της δύναμης της αδράνειας. Τα πάντα είχαν σταθμιστεί και μετρηθεί. Όμως σε κάθε σύστημα συνθηκών υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας.

Αστάθμητος παράγοντας
Από κάπου έρχομαι και κάπου πάω
γι’ αλήθεια διψάω, τη ζωή ζουλάω
δεν αγοράζω ούτε πουλάω
εξερευνώ και τραγουδάω.

Όχι γυμνιστής,
αλλά γυμνός.
Δεν είμαι ανθρωπιστής
είμαι άνθρωπος.

Δεν είμαι στρατιώτης
είμαι αντάρτης,
δε μ’ έχει μέσα
κανένας χάρτης.

Μια στο καρφί
και μια στο πέταλο
πότε νερό, πότε κρασί
και πότε μέταλλο.

Έχω ταυτότητα
κι ας μην ανήκω.
Στη βαρβαρότητα
το μύθο δεν ανοίγω.

Δεν πιάνομαι, δε βρίσκομαι
δε χάνομαι
γιατί είμαι πάντα αλλού
                                                    αλλού
αλλού από κει που με ψάχνεις.

Είμαι εγώ, ο αστάθμητος παράγοντας
η ασυσχέτιστη άγνωστη μεταβλητή
διαταρακτικός όρος
ο ακατάληπτος άρρητος λόγος,
είμαι το σφάλμα στη στατιστική.

Δεν είμαι αφέντης ούτε σκλάβος.
Δεν είμαι ζώο, ούτε μηχανή.
Πιστεύω, αγαπώ κι ανάβω
τη φλόγα την ανθρώπινη, την ιερή.

Δεν προσμένω νά ‘ρθουν άλλες εποχές
άλλες ζωές, εικονικές, ιδανικές κι ιδεατές
μες στης στιγμής την ομορφιά
κάνω την άπειρη βουτιά   
το αύριο είναι μακριά
και πιο μακριά το χθες

Ανοίγω τον κύκλο και βγαίνω
έτσι ποτέ δε θα με πιάσετε,
σαν ήρωα δεν θα περιμένω
ή σα σκυλί να με θυσιάσετε.

Εξόρισα το φόβο, τον πόνο
το φθόνο πέταξα από τη σκεπή
κι έχω ένα πόθο τώρα μόνο
μία ελεύθερη, αληθινή ζωή.

Δεν πιάνομαι, δε βρίσκομαι
δε χάνομαι
γιατί είμαι πάντα αλλού
αλλού
αλλού από κει που με ψάχνεις.


Ο ήρωάς μας κατάλαβε ότι ο αστάθμητος παράγοντας τού συστήματος είναι αυτός ο ίδιος. Αφού κι ο ίδιος ένιωθε μέσα του πολλούς αστάθμητους παράγοντες. Γιατί η ψυχή του είναι άβυθος.

Άβυθος
Άνεμοι χτενισμένοι από κοκοφοίνικες
γδαρμένοι από αγκάθια
με κοριτσίστικα τραγούδια μεθυσμένοι
κολυμπούν στα υψίπεδα φεγγαρόφωτα
βράδια του εφήμερου νόστου,
ξανοίχτηκαν στα βαθιά
σήματα του αγνώστου
για πάντα χαμένου βυθού.
Μια αμαξοστοιχία βιομηχανικών ονείρων
γεμάτα ιπτάμενους ίσκιους
και άλλα οικεία δέη που σβήνουν
τις προσωπικές ιστορίες
αφήνοντας μόνο τη μεγάλη ιστορία
που μας ενώνει ίσως όλους,
είναι τόσο ανυπόφορη, σχεδόν όσο
το τρίξιμο της αιώρας
στην καραϊβική ραστώνη
συνεπαρμένων προφητών, αιωρούμενων
από τον ένα τροπικό στον άλλο.
Αν αποδέχεσαι ό,τι είσαι
αποδέχεσαι ότι είσαι,
το ηφαίστειο γίνεται νησί,
το σκας σαν κίτρινη πεταλούδα
μέσα από το σκοτάδι που αναλύεται
σε καπνούς κι αναθυμιάσεις
στη μεσόγειο τελετή,
εκεί που υπάρχουν μόνο τα πάντα
κι ούτε ένα φωτάκι παραπάνω
που θα ενοχλούσε ίσως
την αστεροειδή
πανδαισία των βλεμμάτων.


Βγαίνοντας από την άβυθο θάλασσα του είναι του, έπεσε στο έδαφος και άρχισε να μυρίζει και να συνομιλεί με τα κρινάκια της άμμου.

Κρινάκια της άμμου
Αντιλαλεί
φωνή του θάμνου που δονεί
τ’ αηδόνια εκστασιασμένα
κι άλαλα
απ’ την περιχυμένη ξέχειλη ηδονή
την περιλάλητη.

Χόρεψε λήθη αλήθεια
λειώνουνε μαζί
μες στ' αναμαλλιασμένα δροσοπέταλα
παφλάζει ολόγυμνη
η αλλόφρονη ροή
η πεταλουδόψυχη.

Ζούληξε τον υπέροχο
ύπερο της πλάσης
βουλιάζοντας σε γύρη υγρή
βύζαξε απ’ το κορμί της ζάλης,
ζώντας,
αλλάζοντας,
αλαλάζοντας.

Ήταν έτοιμος πια για τη γνώση. Ήταν έτοιμος να διαπεράσει τη λήθη.


Λήθη
Ρυθμοχώρα στους ιστούς σου πιάνεις
και τα πιο ανήσυχα ζουζούνια
τα κάνεις να ξεχνούν για πού ξεκίνησαν
και ποια μελωδία τα έφερε μέχρι εδώ.
Αριθμοχώρα οι πλανήτες σου ρουφούν
και τα πιο εξελιγμένα διαστημόπλοια
τα κάνουν να ξεχνούν τα εκτός πεδίου
και πως εδώ ήρθαν μόνο για ένα πέρασμα.
Αλγοριθμοχώρα ξέχασες ποια είσαι
ποιες νύμφες θώπευαν εκείνους που σε βρήκαν
ποιες νύχτες λιάζονταν στις καλαμόλιμνές σου
και τις πιο φωτεινές εκστάσεις σβήνεις,
παίρνεις ζωή μόνο από μας που σε αψηφούμε
και με τ’ αμπάρια μας γεμάτα με λωτούς
και στα κατάρτια μας δεμένες τις Σειρήνες
κουρσεύουμε τις λαμπερές σου πόλεις.


Αποφάσισε να πάρει το δικό του δρόμο. Του ήταν απαραίτητο να έχει η ζωή του νόημα. Και βγήκε να το αναζητήσει. Είχε ήδη κάνει τα πρώτα βήματα.

Τα πρώτα βήματα
Αν δε ναυάγησες στις λίμνες 
των παιδικών παραμυθιών
αν δε ξεθώριασαν οι μνήμες
των μακρινών των ουρανών...

Μην ψάχνεις άλλη πρόφαση
στου γαλαξία τις σπείρες
και πάρε την απόφαση
που ποτέ δεν πήρες.

Κάνε τα βήματα τα πρώτα
και μην κολλάς πουθενά
μύρισε πώς ακούγονται τα φώτα
όλος ο κόσμος μια σταλιά
Δεν υπάρχει νωρίς 
δεν υπάρχει αργά
δεν υπάρχει το πριν 
δεν υπάρχει μετά.

Αν δε σε θάμπωσαν οι χάντρες 
αν δεν την πούλησες φτηνά
αν βγήκες έξω από τους χάρτες
αν είσαι ακόμα μακριά...

Μη ζητάς δικαιολογία 
στις άλλες διαστάσεις
ξέρεις την αναλογία
ξεκίνα κι όπου φτάσεις.

Κάνε τα βήματα τα πρώτα
και μην κολλάς πουθενά
μύρισε πώς ακούγονται τα φώτα
όλος ο κόσμος μια σταλιά
Δεν υπάρχει νωρίς 
δεν υπάρχει αργά
δεν υπάρχει το πριν 
δεν υπάρχει μετά.