ΤΑ
ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ ΚΡΑΤΑΝΕ ΞΥΠΝΙΟΥΣ

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Επείγον

Βόλτα χαράματα στην απέραντη αυλή της φυλακής.
Έξυσα τις σκουριές της πράσινης σιωπής.
Έβαψα μ’ ασβέστη τα όνειρά μου,
έσβησα το χρόνο βαθιά στα μάτια μου,
καθώς ο Μίδας άγγιζε τους αραχνοΰφαντους ιστούς
γύρω μου.
Βόσκησα ρίζες και αγκάθια, κατάπια φωτιές.
Γονιμοποιώντας λουλούδιασα, κι η γη με σκέπασε
μέσα στις πιο μικρές μου γεωτρήσεις.
Χτύπησα βίαια τη μηχανή,
πετώντας της οσμές κι αισθήσεις ψυχεδελικές,
βαλσαμωμένο μίσος και σπλάχνα αλλοπαρμένων.
Έπαιξα με τα πάντα, ποδοπάτησα τα παιχνίδια.
Τύλιξα τη φλόγα, σκεπάστηκα τη στάχτη.
Έσκαψα λάκκους στις αναθυμιάσεις
για οτιδήποτε καινούριο έρθει
κι η σιωπή με περίμενε στη γωνία, τάχα πεθαίνοντας
μα και πεθαίνοντας.
Βούτηξα στη διαπεραστική ομίχλη,
κυλίστηκα στα φιλιά μου
και φώναξα δυνατά με λυγμούς:
«Δεν έχω ανάγκη κανένα καράβι σας,
θάλασσα θέλω, θάλασσα».
Σήκωσα τα μάτια και είδα μια ταμπέλα
πάνω απ’ την πόρτα:
«Αυλή της Ελευθερίας».
 Σε λίγο ξημερώνει. Θα βρεθεί κανείς να μου το πει;

2 σχόλια:

Δήμητρα είπε...

Σήκωσα τα μάτια και είδα μια ταμπέλα
πάνω απ’ την πόρτα:
«Αυλή της Ελευθερίας».
Σε λίγο ξημερώνει. Θα βρεθεί κανείς να μου το πει;

ο Αλέξης Δάρας είπε...

Ξημέρωσε Δήμητρα! Καλό καλοκαίρι! Το ποίημα πάντως είναι ήδη 34 καλοκαιριών